- ἐμπολέα
- ἐμπολέᾱ , ἐμπολεύςmerchantmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπολεύς — ἐμπολεύς ο (Α) έμπορος, πραματευτής (ἔλθ ἀπὸ πέτρας καί με λάβ ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek